στο λεξικό PONS
I. glo·bal [gloˈba:l] ΕΠΊΘ
- globaler Marktführer
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Global-Kontrahentenrisiko ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Global Player ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Global Bonds-Bereich ΟΥΣ αρσ ΤΜΉΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- globaler Wärmehaushalt
-
- globaler Finanzmarkt
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.