στο λεξικό PONS
 
  
 Kon·zern <-s, -e> [kɔnˈtsɛrn] ΟΥΣ αρσ
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Konzern ΟΥΣ αρσ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-  Konzern
-  
-  Konzern
-  
Konzern-Anlagespiegel ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  Konzern-Anlagespiegel
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
