στο λεξικό PONS
I. multi·ˈna·tion·al ΟΥΣ
- multinational
-
- multinational
-
II. multi·ˈna·tion·al ΕΠΊΘ
- multinational
- multinational
- multinational corporation
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
multinational (corporation) ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- multinational (corporation) (multinationaler Konzern)
- Multi αρσ
oil multinational ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- oil multinational (multinationaler Erdölkonzern)
- Ölmulti αρσ
multinational company ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- multinational company (Unternehmen, das in verschiedenen Ländern tätig ist)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- multinational corporation