στο λεξικό PONS
Aus·land <-[e]s> [ˈauslant] ΟΥΣ ουδ kein πλ
- im Ausland residieren
-
- im Ausland wohnhafter Steuerpflichtige
-
- ins Ausland übersiedeln
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kreditaufnahme im Ausland phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Kreditaufnahme im Ausland
-
Nettoschuldnerposition gegenüber dem Ausland phrase ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.