στο λεξικό PONS
I. over·seas ΕΠΊΘ [ˈəʊvəsi:z, αμερικ ˈoʊvɚ-] προσδιορ, αμετάβλ
- overseas assignment
-
- emigration overseas
-
- overseas mail
- Auslandspost θηλ
- overseas student βρετ
-
- overseas trade
-
Vol·un·tary Ser·vice Over·ˈseas ΟΥΣ, VSO ΟΥΣ no pl βρετ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
overseas trade ΟΥΣ
- overseas trade
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.