στο λεξικό PONS
ˈtax·pay·er ΟΥΣ
- taxpayer
-
- taxpayer
-
-
- [legal] taxpayer
-
- resident taxpayer
- Steuerträger(in)
- taxpayer
-
- taxpayer
-
- taxpayer
-
- taxpayer
-
- resident taxpayer
-
- government-taxpayer relationship
- Steuerzahler(in)
- taxpayer
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
taxpayer ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- taxpayer
- Steuerzahler αρσ
- taxpayer
-
taxpayer compliance ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- taxpayer compliance
- Steuerdisziplin θηλ
- taxpayer compliance
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.