στο λεξικό PONS
Aus·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Auslage πλ ΜΌΔΑ, ΟΙΚΟΝ (im Schaufenster ausgestellte Ware):
- Auslage
-
2. Auslage ΜΌΔΑ, ΟΙΚΟΝ:
- Auslage (Schaufenster)
-
- Auslage (Schaukasten)
-
3. Auslage πλ ΟΙΚΟΝ (zu erstattender Geldbetrag):
- Auslage
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Auslage θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.