στο λεξικό PONS
I. sun·dry [ˈsʌndri] ΕΠΊΘ
II. sun·dry <sundries> [ˈsʌndri] ΟΥΣ
- sundry
-
- sundry
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.