στο λεξικό PONS
I. raw [rɔ:, αμερικ esp rɑ:] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. raw (unprocessed):
2. raw (uncooked):
3. raw (of information):
4. raw (inexperienced):
- raw
-
II. raw [rɔ:, αμερικ esp rɑ:] ΟΥΣ
ˈraw-boned ΕΠΊΘ
- raw-boned
-
raw-foodist ΟΥΣ
- raw-foodist
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
raw materials fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Rohstofffonds αρσ
raw material price ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Rohstoffpreis αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
raw material ΟΥΣ
raw domestic sewage
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.