I. blu·tig [ˈblu:tɪç] ΕΠΊΘ
II. blu·tig [ˈblu:tɪç] ΕΠΊΡΡ
Ernst <-[e]s> [ˈɛrnst] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Ernst (ernster Wille, aufrichtige Meinung):
2. Ernst (Ernsthaftigkeit):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.