ernst <ernster, am ernstesten> [ˈɛrnst] ΕΠΊΘ
1. ernst (gravierend):
3. ernst (aufrichtig, wahr):
Ernst <-[e]s> [ˈɛrnst] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Ernst (ernster Wille, aufrichtige Meinung):
2. Ernst (Ernsthaftigkeit):
ernst ge·meint, ernst·ge·meint ΕΠΊΘ προσδιορ
- ein ernstes Zerwürfnis
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.