Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
raw [βρετ rɔː, αμερικ rɔ] ΕΠΊΘ
1. raw (uncooked):
- raw food
-
2. raw κυριολ, μτφ:
3. raw (without skin):
5. raw (inexperienced):
- raw novice, recruit, youngster
-
6. raw (realistic):
- raw description, dialogue, performance
-
στο λεξικό PONS
II. raw [rɔ:, αμερικ rɑ:] ΕΠΊΘ
6. raw (chilly):
- raw
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.