Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. nu (nue) [ny] ΕΠΊΘ
1. nu (dévêtu):
- nu (nue) corps
-
- nu (nue) partie du corps
-
II. nu <πλ nu, nus> ΟΥΣ αρσ
III. à nu ΕΠΊΡΡ
IV. nues ΟΥΣ θηλ πλ
nu-propriétaire (nue-propriétaire) <αρσ πλ nus-propriétaires> [nypʀɔpʀijetɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- nu-propriétaire (nue-propriétaire)
-
nu-tête [nytɛt] ΕΠΊΡΡ
- nu-tête
-
στο λεξικό PONS
nu(e) [ny] ΕΠΊΘ
nu [ny] ΟΥΣ αρσ ΤΈΧΝΗ
- nu
-
nu(e) [ny] ΕΠΊΘ
nu [ny] ΟΥΣ αρσ ΤΈΧΝΗ
- nu
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.