Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
noyau <πλ noyaux> [nwajo] ΟΥΣ αρσ
1. noyau (de fruit):
2. noyau (groupe humain):
στο λεξικό PONS
noyau <x> [nwajo] ΟΥΣ αρσ
1. noyau ΒΟΤ:
- noyau
-
3. noyau (groupe humain):
noyau <x> [nwajo] ΟΥΣ αρσ
1. noyau ΒΟΤ:
- noyau
-
3. noyau (groupe humain):
- noyau
-
- noyau de manifestants
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.