Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. sauvage [sovaʒ] ΕΠΊΘ
1. sauvage (non apprivoisé):
2. sauvage (cruel, barbare):
3. sauvage (timide):
- sauvage personne
-
4. sauvage (illégal):
- sauvage immigration, affichage, vente
-
- urbanisation sauvage
-
στο λεξικό PONS
I. sauvage [sovaʒ] ΕΠΊΘ
- animal domestique/sauvage
-
I. sauvage [sovaʒ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.