Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. illegal [βρετ ɪˈliːɡ(ə)l, αμερικ ɪ(l)ˈliɡəl] ΟΥΣ αμερικ
- illegal
-
II. illegal [βρετ ɪˈliːɡ(ə)l, αμερικ ɪ(l)ˈliɡəl] ΕΠΊΘ
1. illegal (unlawful):
2. illegal:
- illegal ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ, ΑΘΛ pass, move, tackle
-
3. illegal Η/Υ:
- illegal character, operation
-
- illégal (illégale)
- illegal
-
- illegal
-
- illegal immigrant βρετ
-
- illegal alien αμερικ
-
- illegal speculation
-
- illegal
-
- illegal photocopying
-
- illegal
- illégitime décision, mesure, pouvoir
- illegal
στο λεξικό PONS
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.