Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
irrégul|ier (irrégulière) [iʀeɡylje, ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. irrégulier (sans régularité):
2. irrégulier:
3. irrégulier (inégal):
4. irrégulier ΣΤΡΑΤ:
5. irrégulier ΓΛΩΣΣ:
- improperly act, obtain, deal
-
- uneven colouring, hem, pattern, pressure, results, rhythm, speed, teeth
-
στο λεξικό PONS
irrégulier (-ère) [iʀegylje, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. irrégulier (inégal):
2. irrégulier (discontinu):
3. irrégulier (illégal):
4. irrégulier ΓΛΩΣΣ:
irrégulier (-ère) [iʀegylje, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. irrégulier (inégal):
2. irrégulier (discontinu):
3. irrégulier (illégal):
4. irrégulier ΓΛΩΣΣ:
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.