Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. erratic [βρετ ɪˈratɪk, αμερικ əˈrædɪk] ΕΠΊΘ
- erratic behaviour
-
- erratic performance
-
- erratic person, driver
-
- erratic moods
-
- erratic movements, attempts
-
- erratic timetable
-
- erratic deliveries
-
στο λεξικό PONS
erratic [ɪˈrætɪk, αμερικ -ˈræt̬-] ΕΠΊΘ
- erratic quality, performance
-
- erratic pulse
-
- erratic personality, behaviour
-
-
- erratic
erratic [ɪ·ˈræt̬·ɪk] ΕΠΊΘ
- erratic quality, performance
-
- erratic pulse
-
- erratic personality, behavior
-
-
- erratic
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.