Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
irréfléchi (irréfléchie) [iʀefleʃi] ΕΠΊΘ
1. irréfléchi (précipité):
- irréfléchi (irréfléchie) action, décision, propos
-
2. irréfléchi (étourdi):
- irréfléchi (irréfléchie) personne
-
3. irréfléchi (irrationnel):
- irréfléchi (irréfléchie) chagrin, hostilité, peur
-
-
- irréfléchi
-
- irréfléchi
-
- imprudent, irréfléchi
- unthinking person
- irréfléchi
-
- irréfléchi
-
- irréfléchi
- impulsive remark, reaction
- irréfléchi
- unguarded remark, criticism
- irréfléchi
-
- irréfléchi
στο λεξικό PONS
irréfléchi(e) [iʀefleʃi] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.