Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. brut (brute) [bʀyt] ΕΠΊΘ
1. brut (non traité):
3. brut:
- brut (brute) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ salaire, bénéfice
-
II. brut (brute) [bʀyt] ΕΠΊΡΡ
III. brut ΟΥΣ αρσ
IV. brute ΟΥΣ θηλ
στο λεξικό PONS
I. brut(e) [bʀyt] ΕΠΊΘ
II. brut(e) [bʀyt] ΕΠΊΡΡ ΟΙΚΟΝ
- brut(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.