Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
brut|al (brutale) <αρσ πλ brutaux> [bʀytal, o] ΕΠΊΘ
1. brutal (brusque):
2. brutal (violent):
3. brutal (choquant):
- brutal (brutale) réalité
-
- vicious speech, attack, price cut, revenge
- brutal
- ruffianly person, manner
- brutal
-
- brutal, impitoyable
- bullying person, behaviour
- brutal
- brutal dictator, honesty, reply, image
- brutal
- violent change, contrast
- brutal
στο λεξικό PONS
brutal(e) <-aux> [bʀytal, o] ΕΠΊΘ
brutal(e) <-aux> [bʀytal, -o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.