Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
dramatic [βρετ drəˈmatɪk, αμερικ drəˈmædɪk] ΕΠΊΘ
1. dramatic:
- dramatic ΛΟΓΟΤ, ΘΈΑΤ literature, art, irony, effect
-
- dramatic gesture, entrance, exit
-
2. dramatic (tense, exciting):
- dramatic situation, event
-
3. dramatic (sudden, radical):
- dramatic change, impact, goal, landscape
-
στο λεξικό PONS
dramatic [drəˈmætɪk, αμερικ -ˈmæt̬-] ΕΠΊΘ
- dramatic
-
dramatic ΕΠΊΘ
- dramatic
-
dramatic [drə·ˈmæt̬·ɪk] ΕΠΊΘ
- dramatic
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.