στο λεξικό PONS
dra·mat·ic [drəˈmætɪk, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. dramatic (in theatre):
- dramatic
-
- dramatic artist
-
- dramatic artist
-
- dramatic production
-
- dramatic production
-
- dramatic monologue ΛΟΓΟΤ
-
- dramatic poetry ΛΟΓΟΤ
-
3. dramatic μειωτ (theatrical):
4. dramatic:
5. dramatic (sudden and exciting):
- dramatic development
-
- dramatic change
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dramatic ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- dramatic (Kurseinbruch, Risiko)
-
-
- dramatic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.