 
  
 I. dras·tisch [ˈdrastɪʃ] ΕΠΊΘ
II. dras·tisch [ˈdrastɪʃ] ΕΠΊΡΡ
1. drastisch (einschneidend):
-  drastisch
-  
2. drastisch (deutlich):
-  drastisch
-  
-  drastisch demonstrieren/zeigen
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
