lu·rid [ˈljʊərɪd, αμερικ ˈlʊr-] ΕΠΊΘ
1. lurid (glaring):
2. lurid cover, article:
-  lurid (sensational)
-  reißerisch μειωτ
-  lurid (sensational)
-  sensationslüstern μειωτ
-  lurid (sensational)
-  
-  lurid details
-  
-  lurid language
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
