Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. stupid [βρετ ˈstjuːpɪd, αμερικ ˈst(j)upəd] ΟΥΣ οικ
II. stupid [βρετ ˈstjuːpɪd, αμερικ ˈst(j)upəd] ΕΠΊΘ
2. stupid (foolish):
- stupid person
-
- stupid idea, remark, behaviour, clothes, mistake
-
- he is proverbially stupid/mean
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.