στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. stupid [βρετ ˈstjuːpɪd, αμερικ ˈst(j)upəd] ΕΠΊΘ
1. stupid (unintelligent):
- stupid person, animal
-
2. stupid (foolish):
- stupid idea, remark, behaviour, clothes, mistake
-
- exasperatingly clumsy, stupid
-
- he is proverbially stupid, mean
-
στο λεξικό PONS
- stolto (-a)
- stupid
- rimbecillito (-a)
- stupid
- scimunito (-a)
- stupid
- cretino (-a)
- stupid
- stupido (-a)
- stupid
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.