Oxford Spanish Dictionary
I. stupid [αμερικ ˈst(j)upəd, βρετ ˈstjuːpɪd] ΕΠΊΘ
1.1. stupid:
1.2. stupid (expressing irritation):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.