Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. idiot (idiote) [idjo, ɔt] ΕΠΊΘ
1. idiot (gén):
- idiot (idiote)
-
2. idiot παρωχ ΙΑΤΡ:
- idiot (idiote)
- idiot παρωχ προσδιορ
στο λεξικό PONS
I. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΕΠΊΘ
II. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΕΠΊΘ
II. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.