Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. silly [βρετ ˈsɪli, αμερικ ˈsɪli] ΕΠΊΘ
- silly person
-
- silly question, mistake, story, game
-
- silly behaviour, clothes
-
- silly price
-
στο λεξικό PONS
I. silly <-ier, -iest> [ˈsɪli] ΕΠΊΘ
II. silly [ˈsɪli] ΟΥΣ
silly → silly billy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.