Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. made [βρετ meɪd, αμερικ meɪd] ΡΉΜΑ παρελθ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
made → make
II. made [βρετ meɪd, αμερικ meɪd] ΕΠΊΘ
IV. made [βρετ meɪd, αμερικ meɪd]
I. make [βρετ meɪk, αμερικ meɪk] ΟΥΣ (brand)
II. make <απλ παρελθ, μετ παρακειμ made> [βρετ meɪk, αμερικ meɪk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. make (create):
2. make (cause to be or become, render):
3. make (cause to do):
4. make (force, compel):
5. make (turn into):
6. make (add up to, amount to):
7. make (earn):
8. make (reach, achieve):
9. make (estimate, say):
10. make (cause success of):
III. make <απλ παρελθ, μετ παρακειμ made> [βρετ meɪk, αμερικ meɪk] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. make [βρετ meɪk, αμερικ meɪk]
purpose-made [αμερικ ˌpərpəsˈmeɪd] ΕΠΊΘ βρετ
- purpose-made
-
made-up [βρετ meɪdˈʌp, αμερικ ˈˌmeɪd ˈˌəp] ΕΠΊΘ
custom-made [βρετ ˌkʌstəmˈmeɪd, αμερικ ˌkəstəmˈmeɪd] ΕΠΊΘ
- custom-made
-
στο λεξικό PONS
I. made [meɪd] ΡΉΜΑ
made μετ παρακειμ, παρελθ of make
II. made [meɪd] ΕΠΊΘ
I. make <made, made> [meɪk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. make (do):
2. make (create, change):
3. make (earn, get):
4. make (force, cause):
5. make οικ (get to, reach):
6. make (calculate, decide):
II. make [meɪk] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.