Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
loss [βρετ lɒs, αμερικ lɔs, lɑs] ΟΥΣ (gen)
- loss ΕΜΠΌΡ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΠΟΛΙΤ
-
consequential loss ΟΥΣ
- consequential loss
-
heat loss ΟΥΣ (all contexts)
- heat loss
-
loss adjuster ΟΥΣ (for insurance companies)
- loss adjuster
-
στο λεξικό PONS
-
- loss of motivation
- amaigrissement d'une personne
- weight loss
-
- loss
- privation de la liberté, des droits civiques
- loss
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.