Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
leader [βρετ ˈliːdə, αμερικ ˈlidər] ΟΥΣ
1. leader (chief, head):
2. leader (organizer, instigator):
3. leader (one in front):
4. leader (in market, field):
5. leader ΜΟΥΣ:
6. leader ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
- leader
- éditorial αρσ
7. leader ΖΩΟΛ (of pack):
- leader
- meneur αρσ
9. leader (shoot of a plant):
- leader
- rejet αρσ
10. leader ΤΕΧΝΟΛ (on tape):
- leader
- amorce θηλ
world leader ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
leader [ˈli:dəʳ, αμερικ -dɚ] ΟΥΣ
leader [ˈli·dər] ΟΥΣ
1. leader (decision maker) a. ΠΟΛΙΤ:
- leader
- leader αρσ
2. leader ΜΟΥΣ (conductor):
- leader
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.