Oxford Spanish Dictionary
leader [αμερικ ˈlidər, βρετ ˈliːdə] ΟΥΣ
1.1. leader:
1.2. leader:
2. leader βρετ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
-  leader
-  editorial αρσ
-  leader writer
-  editorialista αρσ θηλ
follow-my-leader [αμερικ ˌfɑloʊmaɪˈlidər, βρετ ˌfɒləʊmʌɪˈliːdə] ΟΥΣ U βρετ
follow-my-leader → follow-the-leader
στο λεξικό PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 