Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
voix <πλ voix> [vwa] ΟΥΣ θηλ
1. voix:
2. voix (expression):
3. voix ΜΟΥΣ:
- voix
-
4. voix (opinion):
5. voix ΠΟΛΙΤ:
sans-voix [sãvwa] ΟΥΣ θηλ πλ
στο λεξικό PONS
voix [vwɑ] ΟΥΣ θηλ
1. voix (organe de la parole, du chant) a. ΜΟΥΣ:
4. voix (opinion):
voix [vwɑ] ΟΥΣ θηλ
1. voix (organe de la parole, du chant) a. ΜΟΥΣ:
4. voix (opinion):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.