Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
artisan|al (artisanale) <αρσ πλ artisanaux> [aʀtizanal, o] ΕΠΊΘ
- de fabrication artisanale objet
-
- de fabrication artisanale charcuterie, pain, moutarde
-
- de fabrication artisanale jambon
-
- de fabrication artisanale bombe
-
στο λεξικό PONS
artisanal(e) <-aux> [aʀtizanal, o] ΕΠΊΘ
- artisanal(e)
-
-
- artisanal(e)
artisanal(e) <-aux> [aʀtizanal, -o] ΕΠΊΘ
- artisanal(e)
-
- artisanal(e) produit
-
-
- artisanal(e)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.