Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
méthode [metɔd] ΟΥΣ θηλ
1. méthode (gén) ΦΙΛΟΣ:
- méthode
-
- la méthode expérimentale/déductive
-
- méthode de gestion/fabrication
-
- méthode active
-
- méthode syllabique
- phonics + ρήμα ενικ
2. méthode (qualité logique):
3. méthode (livret d'apprentissage):
- méthode Coué
-
- méthode champenoise
-
στο λεξικό PONS
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
méthode θηλ
- méthode pédagogique
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.