Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. easy [βρετ ˈiːzi, αμερικ ˈizi] ΕΠΊΘ
1. easy (not difficult):
2. easy (untroubled, relaxed):
II. easy [βρετ ˈiːzi, αμερικ ˈizi] ΕΠΊΡΡ
1. easy (in a relaxed way):
III. easy [βρετ ˈiːzi, αμερικ ˈizi]
I. lay [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΡΉΜΑ παρελθ
lay → lie
II. lay [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΟΥΣ
III. lay [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΕΠΊΘ
IV. lay <απλ παρελθ, μετ παρακειμ laid> [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
V. lay <απλ παρελθ, μετ παρακειμ laid> [βρετ leɪ, αμερικ leɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
easy-care ΕΠΊΘ
easy-care fabric, shirt, curtain:
easy chair ΟΥΣ
-  
-  ≈ chauffeuse θηλ
στο λεξικό PONS
 
  
 I. easy [ˈi:zɪ] ΕΠΊΘ
1. easy (simple):
2. easy (comfortable, carefree):
3. easy (relaxed):
II. easy [ˈi:zɪ] ΕΠΊΡΡ
easy-care ΕΠΊΘ
 
  
 I. easy <-ier, -iest> [ˈ·zi] ΕΠΊΘ
1. easy (simple):
2. easy (comfortable, carefree):
3. easy (relaxed):
II. easy <-ier, -iest> [ˈ·zi] ΕΠΊΡΡ
easy-care ΕΠΊΘ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 