Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. facile [fasil] ΕΠΊΘ
1. facile (sans difficulté):
3. facile (docile):


στο λεξικό PONS


I. facile [fasil] ΕΠΊΘ
1. facile (simple):
2. facile μειωτ (sans recherche):
- relativement facile, honnête, rare
-


I. facile [fasil] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.