Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
relativement [ʀ(ə)lativmɑ̃] ΕΠΊΡΡ (dans une certaine mesure)
- relativement facile, honnête, rare
-
relativement [ʀ(ə)lativmɑ͂] ΕΠΊΡΡ (dans une certaine mesure)
- relativement facile, honnête, rare
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.