Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ear [βρετ ɪə, αμερικ ɪr] ΟΥΣ
I. flap [βρετ flap, αμερικ flæp] ΟΥΣ
2. flap (made of wood):
II. flap <μετ ενεστ flapping; απλ παρελθ, μετ παρακειμ flapped> [βρετ flap, αμερικ flæp] ΡΉΜΑ μεταβ
III. flap <μετ ενεστ flapping; απλ παρελθ, μετ παρακειμ flapped> [βρετ flap, αμερικ flæp] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. deaf [βρετ dɛf, αμερικ dɛf] ΟΥΣ Ce mot peut être perçu comme injurieux dans cette acception. Lui préférer hearing-impaired.
II. deaf [βρετ dɛf, αμερικ dɛf] ΕΠΊΘ
1. deaf person, animal:
I. bend [βρετ bɛnd, αμερικ bɛnd] ΟΥΣ
1. bend (gen):
III. bend <απλ παρελθ, μετ παρακειμ bent> [βρετ bɛnd, αμερικ bɛnd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bend:
2. bend (distort):
IV. bend <απλ παρελθ, μετ παρακειμ bent> [βρετ bɛnd, αμερικ bɛnd] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. bend:
2. bend (stoop):
ear trumpet ΟΥΣ
- ear trumpet
-
ear-splitting [βρετ, αμερικ ˈɪ(ə)rˌsplɪdɪŋ] ΕΠΊΘ
- ear-splitting noise
-
ear flap ΟΥΣ (on hat)
- ear flap
- oreillette θηλ
στο λεξικό PONS
ear1 [ɪəʳ, αμερικ ɪr] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
ear2 [ɪəʳ, αμερικ ɪr] ΟΥΣ ΒΟΤ
- ear
- épi αρσ
- perceptible to the ear/eye
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.