Oxford Spanish Dictionary
ear1 [αμερικ ɪr, βρετ ɪə] ΟΥΣ
1. ear ΑΝΑΤ:
2. ear (sense of hearing):
ear2 [αμερικ ɪr, βρετ ɪə] ΟΥΣ (of corn)
- ear
- espiga θηλ
ear-piercing1 [αμερικ ˈɪ(ə)rˌpɪ(ə)rsɪŋ, βρετ] ΕΠΊΘ
- ear-piercing
-
ear trumpet ΟΥΣ
- ear trumpet
- trompetilla θηλ
ear-splitting [αμερικ ˈɪ(ə)rˌsplɪdɪŋ, βρετ] ΕΠΊΘ
2. ear-splitting noise/din/racket:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.