Oxford Spanish Dictionary
debt [αμερικ dɛt, βρετ dɛt] ΟΥΣ
1. debt U (indebtedness):
debt counseling, debt counselling βρετ ΟΥΣ U
- debt counseling
-
subordinated debt [səˌbɔrdnˌeɪdɪd ˈdɛt] ΟΥΣ U
- subordinated debt
-
unsecured debt ΟΥΣ C or U
- unsecured debt
-
debt financing ΟΥΣ U
- debt financing
-
στο λεξικό PONS
bonded debt ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- bonded debt
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.