Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
debt [βρετ dɛt, αμερικ dɛt] ΟΥΣ
1. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- debt
-
debt relief ΟΥΣ
- debt relief
-
debt trap [ˈdet træp] ΟΥΣ
- debt trap
-
debt counselling ΟΥΣ U
- debt counselling
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.