Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
debt counsellor [βρετ ˈdɛt ˌkaʊnsələ] ΟΥΣ
counsellor, counselor αμερικ [βρετ ˈkaʊns(ə)lə, αμερικ ˈkaʊns(ə)lər] ΟΥΣ
1. counsellor (adviser):
2. counsellor αμερικ ΣΧΟΛ:
3. counsellor αμερικ ΝΟΜ:
- counsellor, a. counsellor-at-law
-
4. counsellor αμερικ (in holiday camp):
debt [βρετ dɛt, αμερικ dɛt] ΟΥΣ
1. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- debit
- debit card
- debonair
- debouch
- debrief
- debt counsellor
- debt-laden
- debtor
- debt relief
- debt-ridden
- debt trap