Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
heavily [βρετ ˈhɛvɪli, αμερικ ˈhɛvəli] ΕΠΊΡΡ
1. heavily:
2. heavily (considerably, abundantly):
- heavily snow, spend, invest, smoke, drink, criticize, rely
-
- heavily bleed
-
- heavily involved
-
- heavily taxed, armed, in debt
-
- to be heavily subsidized
-
- to lose heavily (financially)
-
heavily built ΕΠΊΘ
- heavily built
-
- I am heavily committed (financially)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.