Oxford Spanish Dictionary
heavily [αμερικ ˈhɛvəli, βρετ ˈhɛvɪli] ΕΠΊΡΡ
1.1. heavily:
1.2. heavily (loudly):
1.3. heavily (thickly):
2.1. heavily (copiously):
- heavily rain/snow
-
2.2. heavily (immoderately):
2.3. heavily (by a large margin):
3.1. heavily (to a marked extent):
3.2. heavily (severely):
3.3. heavily (in large numbers or amounts):
στο λεξικό PONS
- to drink heavily/in moderation
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.