Oxford Spanish Dictionary
commitment [αμερικ kəˈmɪtmənt, βρετ kəˈmɪtm(ə)nt] ΟΥΣ
1.1. commitment C:
1.2. commitment C (engagement):
-
- compromiso αρσ
1.3. commitment C (guarantee, promise):
2.1. commitment U (to relationship):
2.2. commitment U (dedication):
3. commitment U (allocation):
4. commitment U → committal
5. commitment U (of bill):
committal [αμερικ kəˈmɪdl, βρετ kəˈmɪt(ə)l] ΟΥΣ U
1.1. committal ΝΟΜ:
στο λεξικό PONS
commitment [kəˈmɪtmənt] ΟΥΣ
1. commitment (dedication):
-
- dedicación θηλ
2. commitment (obligation):
commitment [kə·ˈmɪt·mənt] ΟΥΣ
1. commitment (dedication):
-
- dedicación θηλ
2. commitment (obligation):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- family commitments