Oxford Spanish Dictionary
I. long-term [αμερικ ˈlɔŋ ˈˌtərm, βρετ ˌlɒŋˈtəːm] ΕΠΊΘ usu προσδιορ
1. long-term (in the future):
2. long-term (for a long period):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.