Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
solidement [sɔlidmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. solidement (fermement):
2. solidement (fortement):
- solidement s'établir, implanter, ancré
-
- solidement barricadé
-
- solidement armé
-
- un rapport/témoignage solidement documenté
-
- elle a solidement établi sa réputation
-
- défense solidement argumentée
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.